Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ἐκδεδαρμένα

См. также в других словарях:

  • ἐκδεδαρμένα — ἐκδέρω strip off the skin from perf part mp neut nom/voc/acc pl ἐκδεδαρμένᾱ , ἐκδέρω strip off the skin from perf part mp fem nom/voc/acc dual ἐκδεδαρμένᾱ , ἐκδέρω strip off the skin from perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προμετωπίδιος — α, ο / προμετωπίδιος, ον, ΝΑ αυτός που βρίσκεται μπροστά ή πάνω στο μέτωπο («προμετωπίδιοι τρίχες», Φίλ.) νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το προμετωπίδιο δερμάτινο λουρί τού χαλινού που προσαρμόζεται στο μέτωπο τού ζώου αρχ. το ουδ. ως ουσ. α) το πρόσθιο …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»