-
1 εκδανεισθήναι
-
2 ἐκδανεισθῆναι
См. также в других словарях:
ἐκδανεισθῆναι — ἐκδανείζω lend out at interest aor inf pass … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 εκδανεισθήναι
2 ἐκδανεισθῆναι
ἐκδανεισθῆναι — ἐκδανείζω lend out at interest aor inf pass … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)