-
1 εκγόνοις
-
2 ἐκγόνοις
-
3 ἀραῖος
2 prayed against, accursed, (lyr.);πότμος ἀ. ἐκ πατρός Id.Th. 898
(lyr.); μ' ἀραῖον ἔλαβες you adjured me under a curse, S. OT 276.
См. также в других словарях:
ἐκγόνοις — ἔκγονος born of masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμπαραμένω — Α [παραμένω] 1. εξακολουθώ να παραμένω 2. εξακολουθώ να μένω πιστός σε κάποιον 3. διαρκώ όσο και κάποιος άλλος ή κάτι άλλο 4. απομένω («τοῡτο συμπαρέμεινε τοῑς ἐκγόνοις», Θεμίστ.) … Dictionary of Greek