-
1 αντεκτρεφω
-
2 εκγονος
ἔκγονοι παῖδές τ΄ ἐκγόνων Plat. — потомки и дети потомков
См. также в других словарях:
ἐκγόνων — ἔκγονος born of masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έκγονος — ο (AM ἔκγονος, ον και ἔκγονος, η, ον) 1. απόγονος 2. ο εγγονός αρχ. 1. ως ουσ. τέκνο, παιδί κάποιου, γιος ή κόρη («Τυδέος ἔκγονός ἐσσι») 2. φρ. α) «ἔκγονοι ἐκγόνων» παιδιά τών παιδιών, εγγόνια β) αυτός που προέρχεται, προκαλείται από κάπου… … Dictionary of Greek