-
1 ἐκγελάω
Aἐξεγέλασσα h.Merc. 389
, Theoc.4.37 :—laugh out, laugh loud,ἡδὺ δ' ἄρ' ἐκγελάσας μετεφώνεε Od.16.354
, 18.35, cf. X.Cyr.1.3.9, etc. ;γέλωτι ὥσπερ κῦμα ἐ. Pl.R. 473c
;ἐάν τις κνήσῃ, ἐ. Arist.Pr. 965a24
: metaph. of a liquid that rushes out with a gurgling sound,ἐκγελᾷ φόνος E.Tr. 1176
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐκγελάω
См. также в других словарях:
εκγελώ — ἐκγελῶ ( άω) (AM) μσν. ξεγελώ αρχ. 1. γελώ δυνατά 2. φρ. «ἐκγελᾷ φόνος» πετιέται ορμητικά το αίμα … Dictionary of Greek