Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἐκβιάσῃ

  • 1 εκβιάση

    ἐκβιά̱σῃ, ἐκβιάομαι
    aor subj mp 2nd sg (attic doric)
    ἐκβιά̱σῃ, ἐκβιάομαι
    fut ind mp 2nd sg (attic doric)
    ἐκβιάζω
    to force out: aor subj mid 2nd sg
    ἐκβιάζω
    to force out: aor subj act 3rd sg
    ἐκβιάζω
    to force out: fut ind mid 2nd sg
    ἐκβιάζω
    to force out: aor subj mid 2nd sg
    ἐκβιάζω
    to force out: aor subj act 3rd sg
    ἐκβιάζω
    to force out: fut ind mid 2nd sg

    Morphologia Graeca > εκβιάση

  • 2 ἐκβιάσῃ

    ἐκβιά̱σῃ, ἐκβιάομαι
    aor subj mp 2nd sg (attic doric)
    ἐκβιά̱σῃ, ἐκβιάομαι
    fut ind mp 2nd sg (attic doric)
    ἐκβιάζω
    to force out: aor subj mid 2nd sg
    ἐκβιάζω
    to force out: aor subj act 3rd sg
    ἐκβιάζω
    to force out: fut ind mid 2nd sg
    ἐκβιάζω
    to force out: aor subj mid 2nd sg
    ἐκβιάζω
    to force out: aor subj act 3rd sg
    ἐκβιάζω
    to force out: fut ind mid 2nd sg

    Morphologia Graeca > ἐκβιάσῃ

  • 3 εκβίαση

    [-ις (-εως)] η, εκβίασμός ο
    1) вымогательство; шантаж; 2) принуждение, насилие; 3) исторжение (согласия, признания); 4) воен, форсирование

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > εκβίαση

См. также в других словарях:

  • εκβίαση — Νομικός όρος του ποινικού δικαίου. Σύμφωνα με το άρθρο 385 του Ποινικού Κώδικα όποιος, με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος, εξαναγκάζει κάποιον με βία ή απειλή σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή από την οποία επέρχεται… …   Dictionary of Greek

  • εκβίαση — η 1. η χρήση βίας, απειλών ή ηθικών πιέσεων με σκοπό το αθέμιτο όφελος. 2. η διάβαση στενωπού ύστερα από μάχη με τον εχθρό που κατείχε τη θέση, εκπόρθηση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐκβιάσῃ — ἐκβιά̱σῃ , ἐκβιάομαι aor subj mp 2nd sg (attic doric) ἐκβιά̱σῃ , ἐκβιάομαι fut ind mp 2nd sg (attic doric) ἐκβιάζω to force out aor subj mid 2nd sg ἐκβιάζω to force out aor subj act 3rd sg ἐκβιάζω to force out fut ind mid 2nd sg ἐκβιάζω to force… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εκβιασμός — ο η εκβίαση (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»