-
1 εκαρτερήσατε
-
2 ἐκαρτερήσατε
См. также в других словарях:
ἐκαρτερήσατε — καρτερέω to be steadfast aor ind act 2nd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 εκαρτερήσατε
2 ἐκαρτερήσατε
ἐκαρτερήσατε — καρτερέω to be steadfast aor ind act 2nd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)