-
1 εκαθεζόμην
-
2 ἐκαθεζόμην
-
3 καθέζομαι
καθέζομαι (v. infr.), [tense] impf. ἐκαθεζόμην in Prose, X.An.1.5.9, Cyr.5.3.25 (but freq. as [tense] aor. 2, And.1.44, Th.4.110, Pl.Euthd. 272e); in Poets,Aκαθεζόμην Od.9.417
, A.Eu.6, Ar.Lys. 1139: [tense] fut.καθεδοῦμαι Id.Ra. 200
, Av. 727 (anap.), And.1.111, Pl.Tht. 146a, D.5.15; laterκαθεδήσομαι D.L.2.72
,καθεσθήσομαι LXX Le.12.5
: [tense] aor.καθεσθείς AP9.644.5
(Agath.), Paus.9.3.4, Charito 3.2, but v. Luc.Sol.11 ( καθίζομαι, [voice] Pass. of καθίζω, which supplies the trans. sense, is more common in [tense] pres. and [tense] impf., but we haveκατ' ἄρ' ἕζεαι Od.10.378
,καθεζόμεσθα E.Heracl. 33
,καθέζονται Lys.13.37
, etc.):—sit down, take one's seat,ἀγορήνδε καθεζώμεσθα κιόντες Od.1.372
;εἰνὶ θύρῃσι καθέζετο 9.417
, cf. Il.24.126, etc.; κατ' ἄρ' ἕζευ ἐπὶ θρόνου ib. 522;κατ' ἄρ' ἕζετ' ἐπὶ.. λίθοισιν Od.3.406
; καθεζομένη πρόχνυ (v. πρόχνυ); soκ. ἐν.. εὐνατηρίοις S. Tr. 918
;ἐπὶ ζυγοῖς ἀρχῆς E.Ph.75
; ; preside, Lys. l.c., Aeschin.3.73; ; οὐ λαχόντες προεδρεύειν, ἀλλ' ἐκ παρασκευῆς καθεζόμενοι taking their seats, Aeschin.3.3: Medic., Hp.Epid.7.3.II remain seated, in various senses:1 sit still, with collat. notion of inaction, τίφθ' οὕτως κατ' ἄρ' ἕζεαι ἶσος ἀναύδῳ; Od.10.378, cf.6.295.2 sit as suppliants,ἱκέται καθεζόμεσθα βώμιοι E.Heracl.
l.c.;πρὸς τὰ ἱερὰ ἱκετῶν καθεζομένων Th.3.70
, cf. Ar.Lys. 1139, D.18.107.4 of a teacher,πρὸς ὑμᾶς ἐκαθεζόμην διδάσκων Ev.Matt.26.55
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καθέζομαι
-
4 ἐνδίφριος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐνδίφριος
-
5 καθέζομαι
καθέζομαι (s. καθέδρα) impf. ἐκαθεζόμην; fut. καθεδοῦμαι and καθεσθήσομαι, 2 pl. καθεσθήσεσθε Mt 19:28 v.l. (s. κάθημαι, καθίζω); aor. ἐκαθέσθην (TestAbr A 5 p. 81, 31 [Stone p. 10]; AcPl Ha 4, 18); impv. 2 sg. καθέσθητι (TestSol 13:2); inf. καθεσθῆναι (Just., D. 83, 1) (Hom.+). In our lit., at least quite predom., it means① to be in a seated position, sit (as Lysias 13, 37; Epict. 1, 29, 55; 3, 24, 18; Paus. 10, 5, 2; Vett. Val. 78, 24; OGI 201, 13; LXX; TestSol; Jos., Bell. 5, 73, Ant. 12, 171; Just., D. 90, 5 ἐπὶ λίθου) ἐν τῷ ἱερῷ of teachers Mt 26:55. Of pupils Lk 2:46. ἐν τῷ συνεδρίῳ in the council Ac 6:15. ἐπὶ τῆς θυρίδος 20:9 (Ael. Aristid. 47, 23 K.=23 p. 451 D.: κ. ἐπὶ βήματος). ἐπὶ τῇ πύλῃ 3:10 D. ἐν τῷ οἴκῳ sit, remain at home J 11:20. Abs. sit there 20:12. The more general be, be situated is also poss. in some pass. (Paus. Attic. ς, 8 ἐν νησίῳ καθεζόμεναι=stay; Stephan. Byz. s.v. Σκίρος: ἐν τῷ τόπῳ τούτῳ; Biogr. p. 265; Lev 12:5; Jos., Ant. 6, 32, Vi. 286; Just., D. 49, 3; 51, 2 al.).② to take a seated position, sit down (Hom., Trag. et al.; Jos., Vi. 222; SibOr 5, 460; TestSol 13:2; 18:24; TestJob 51:3; Just., D. 107, 3.—The impf. w. aor. nuance: ‘I sat down’; B-D-F §101; s. Rob. 837ff; 882f) ἐκαθέζετο αὐτὴ ἐκ δεξιῶν she herself sat down at the right Hv 3, 2, 4. εἰς καθέδραν on a chair 3, 11, 4. Ἰησοῦς ἐκαθέζετο οὔτως ἐπὶ τῇ πηγῇ Jesus sat down, just as he was, by the well J 4:6 (on the word and the idea s. Jos., Ant. 2, 257f and Marinus, Vi. Procli 10 Boiss. As early as Demosth. 21, 119 οὑτωσὶ καθεζόμενος). Cp. also 6:3 v.l.; Lk 22:30 D. ὡς … ἐκαθέσθη as (Jerome) sat down AcPl Ha 4, 18f.—DELG s.v. ἕζομαι B2. M-M. TW.
См. также в других словарях:
ἐκαθεζόμην — κατά καθέζομαι sit down imperf ind mid 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αύξηση — Κάθε λογής μεγάλωμα, η οποιαδήποτε ανάπτυξη. Στη βιολογία, α. ονομάζεται η διαδικασία σύνθεσης, με την οποία οι διάφορες βασικές ουσίες που απορροφούνται από το έντερο (αζωτούχοι ουσίες, λίπη, υδατάνθρακες, άλατα και νερό) μετατρέπονται σε… … Dictionary of Greek
καθέζομαι — (AM) 1. κάθομαι («καί ρα πάροιθ αὐτοῑο καθέζετο», Ομ. Ιλ.) 2. είμαι εγκατεστημένος κάπου μσν. 1. αδρανώ 2. ενεργ. καθέζω μένω σε έναν τόπο, μένω σε ένα σημείο αρχ. 1. καταλαμβάνω προεδρική έδρα ή έδρα διδασκάλου («πρὸς ὑμᾱς ἐκαθεζόμην διδάσκων»,… … Dictionary of Greek