-
1 εθέλοιμ'
-
2 ἐθέλοιμ'
См. также в других словарях:
ἐθέλοιμ' — ἐθέλοιμι , ἐθέλω to be willing pres opt act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 εθέλοιμ'
2 ἐθέλοιμ'
ἐθέλοιμ' — ἐθέλοιμι , ἐθέλω to be willing pres opt act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)