-
1 εθναρχία
ἐθναρχίᾱ, ἐθναρχίαoffice of ethnarch: fem nom /voc /acc dualἐθναρχίᾱ, ἐθναρχίαoffice of ethnarch: fem nom /voc sg (attic doric aeolic) -
2 ἐθναρχία
ἐθναρχίᾱ, ἐθναρχίαoffice of ethnarch: fem nom /voc /acc dualἐθναρχίᾱ, ἐθναρχίαoffice of ethnarch: fem nom /voc sg (attic doric aeolic) -
3 ἐθναρχία
ἐθν-αρχία, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐθναρχία
-
4 εθναρχίας
ἐθναρχίᾱς, ἐθναρχίαoffice of ethnarch: fem acc plἐθναρχίᾱς, ἐθναρχίαoffice of ethnarch: fem gen sg (attic doric aeolic) -
5 ἐθναρχίας
ἐθναρχίᾱς, ἐθναρχίαoffice of ethnarch: fem acc plἐθναρχίᾱς, ἐθναρχίαoffice of ethnarch: fem gen sg (attic doric aeolic) -
6 εθναρχίαι
-
7 ἐθναρχίαι
-
8 εθναρχίαν
-
9 ἐθναρχίαν
-
10 εθναρχιών
-
11 ἐθναρχιῶν
-
12 εθναρχίαις
-
13 ἐθναρχίαις
См. также в других словарях:
ἐθναρχία — ἐθναρχίᾱ , ἐθναρχία office of ethnarch fem nom/voc/acc dual ἐθναρχίᾱ , ἐθναρχία office of ethnarch fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εθναρχία — η (AM ἐθναρχία) [εθνάρχης] νεοελλ. 1. το αξίωμα τού εθνάρχη 2. η έδρα τού εθνάρχη 3. το συμβούλιο που τον περιστοιχίζει (αρχ. μσν.) χώρα που διοικείται από εθνάρχη … Dictionary of Greek
εθναρχία — η 1. το αξίωμα του εθνάρχη. 2. η πνευματική και πολιτική ηγεσία του εθνάρχη. 3. το συμβούλιο του εθνάρχη για εθνικά θέματα: Εθναρχία Κύπρου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐθναρχίας — ἐθναρχίᾱς , ἐθναρχία office of ethnarch fem acc pl ἐθναρχίᾱς , ἐθναρχία office of ethnarch fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐθναρχίαι — ἐθναρχίᾱͅ , ἐθναρχία office of ethnarch fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐθναρχίαν — ἐθναρχίᾱν , ἐθναρχία office of ethnarch fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐθναρχιῶν — ἐθναρχία office of ethnarch fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐθναρχίαις — ἐθναρχία office of ethnarch fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εθναρχικός — ή, ό που ανήκει ή αναφέρεται στον εθνάρχη ή την εθναρχία: Εθναρχικό συμβούλιο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)