-
1 ἐθελοντηδόν
ἐθελοντ-ηδόν, Adv.A voluntarily, spontaneously, Th.8.98, D.C.53.8; f.l. for sq., Plb.6.31.2.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐθελοντηδόν
См. также в других словарях:
στιβαρηδόν — Α επίρρ. συγκεντρωτικά, συμπυκνωμένα. [ΕΤΥΜΟΛ. < στιβαρός + επιρρμ. κατάλ. ηδόν (πρβλ. ἐθελοντ ηδόν)] … Dictionary of Greek