-
1 εθελοκωφούντας
-
2 ἐθελοκωφοῦντας
См. также в других словарях:
ἐθελοκωφοῦντας — ἐθελοκωφέω affect deafness pres part act masc acc pl (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 εθελοκωφούντας
2 ἐθελοκωφοῦντας
ἐθελοκωφοῦντας — ἐθελοκωφέω affect deafness pres part act masc acc pl (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)