-
1 εδίσκευσεν
-
2 ἐδίσκευσεν
См. также в других словарях:
ἐδίσκευσεν — δισκεύω to be pitched aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 εδίσκευσεν
2 ἐδίσκευσεν
ἐδίσκευσεν — δισκεύω to be pitched aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)