-
1 εδέσμασιν
-
2 ἐδέσμασιν
См. также в других словарях:
ἐδέσμασιν — ἔδεσμα meat neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 εδέσμασιν
2 ἐδέσμασιν
ἐδέσμασιν — ἔδεσμα meat neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)