-
1 εδιώκαθες
-
2 ἐδιώκαθες
-
3 διωκάθω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διωκάθω
См. также в других словарях:
ἐδιώκαθες — διώκω cause to run aor ind act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 εδιώκαθες
2 ἐδιώκαθες
3 διωκάθω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διωκάθω
ἐδιώκαθες — διώκω cause to run aor ind act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)