-
1 εδεσταί
-
2 ἐδεσταί
См. также в других словарях:
ἐδεσταί — ἐδεστής eater masc nom/voc pl ἐδεστός eatable fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 εδεσταί
2 ἐδεσταί
ἐδεσταί — ἐδεστής eater masc nom/voc pl ἐδεστός eatable fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)