-
1 εδαφών
ἔδαφοςbottom: neut gen pl (attic epic doric)ἐδαφόωestablish: pres part act masc voc sg (doric aeolic)ἐδαφόωestablish: pres part act neut nom /voc /acc sg (doric aeolic)ἐδαφόωestablish: pres part act masc nom sgἐδαφόωestablish: pres inf act (doric) -
2 ἐδαφῶν
ἔδαφοςbottom: neut gen pl (attic epic doric)ἐδαφόωestablish: pres part act masc voc sg (doric aeolic)ἐδαφόωestablish: pres part act neut nom /voc /acc sg (doric aeolic)ἐδαφόωestablish: pres part act masc nom sgἐδαφόωestablish: pres inf act (doric) -
3 εδάφων
ἐδαφόωestablish: imperf ind act 3rd pl (doric aeolic)ἐδαφόωestablish: imperf ind act 1st sg (doric aeolic) -
4 ἐδάφων
ἐδαφόωestablish: imperf ind act 3rd pl (doric aeolic)ἐδαφόωestablish: imperf ind act 1st sg (doric aeolic) -
5 ἔγ-κλιμα
ἔγ-κλιμα, τό, das Geneigte; bei den Gramm. ein inclinirtes Wort; – die Neigung, τῶν ἐδάφων Pol. 9, 21, 8; übertr., vom Heere, das Weichen, 1, 19, 11.
-
6 ἔδαφος
ἔδαφος, τό (ἕδος), Sitz, Grundlage, Boden; νηός Od. 5, 279; πλοίου Dem. 32, 5, wie Plut. Thes. 19; καϑελόντες εἰς ἔδαφος Thuc. 3, 68, bis auf den Grund zerstören, dem Erdboden gleich machen, κατασκάπτειν εἰς ἔδ. 4, 109; vgl. Pol. 4, 67, 10; Grund u. Boden, περὶ τοῠ τῆς πατρίδος ἐδάφους ἀγωνίζεσϑαι Aesch. 3, 134; ὑπὲρ αὐτῶν τῶν ἐδαφῶν ἐν κινδύνῳ (Th. Mag. ἐδά-φων), Dem. 26, 11; ϑαλάσσης Arist. H. A. 4, 8; ποταμοῠ Xen. Cyr. 7, 5, 18; Fußboden, Estrich, Ath. XII, 542 d; Poll. 1, 80. – Grundstück, Inscr. I p. 287, 5. – Bei Sp. der Grundtext, Urschrift.
-
7 εγκλιμα
- ατος τό1) наклон, покатость(ἐγκλίματα τῶν ἐδαφῶν Polyb.)
2) воен. отход, отступление Polyb.3) грам. энклитика -
8 προσάρτηση
[-ις (-εως)] η1) аннексия;προσάρτηση ξένων εδαφών — аннексия чужих территорий;
2) присоединение (чего-л. к чему-л.);3) привязывание, прикрепление -
9 ἐπίκλισις
II. inclination towards, Antip. ap.Stob.4.22.25, Chrysipp.Stoic.3.175.III. lying in bed, Gal. 18 (2).456 (pl.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπίκλισις
-
10 ἔκβασις
A way out of, esp. out of the sea, Od.5.410 ;κατὰ τὴν ἔκβασιν τὴν εἰς τὰ..ὄρη X.An.4.3.20
, cf. 4.1.20 ; περὶ τὰς ἐκβάσεις about the landing-places, Plb.3.14.6.2 going out of, esp. out of a ship, di embarkation,ἔ. στρατοῦ A.Supp. 771
, cf. A.R.2.1049, Plb.4.64.5: metaph., ἄτης ἔ. escape from.., E.Med. 279, cf. Plu. Pyrrh.23.3 = μετάβασις, Arist Cael.268b3.4 end of a person's life, LXX Wi.2.17 : generally, termination, completion,ἐλαιουργίας PFay.91.21
(i A.D.) ; accomplishment,τῶν ἔργων Ruf.Anat.
I.5 deviation, declension, departure,παρὰ [τοῦ ἀγαθοῦ] Plot.1.8.7
, cf. 3.7.6.II issue, event, Men.696, Arr.Epict.2.7.9 (pl.) ; fulfilment of divination, Zeno Stoic.1.44, Chrysipp.ib.2.342.V digression, Serv. ad Virg. G.2.209.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἔκβασις
-
11 ἔκβασις
ἔκβασις, εως, ἡ (s. ἐκβαίνω; Hom. et al.; pap, LXX; Jos., Ant. 1, 91; Mel., P. 58, 427 [ἐμ-Ch.])① end point of a duration, end ἐ. τῆς ἀναστροφῆς Hb 13:7 can mean the end of one’s life (cp. Marinus, Vi. Procli 26 ἐ. τοῦ βίου; Wsd 2:17), but can also be understood as② outcome of an event or state, outcome (cp. PRyl 122, 5 [II A.D.]=produce [τῶν ἐδαφῶν]; Wsd 11:14) as result of one’s way of life, w. implication of success Hb 13:7.③ way out of some difficulty, a way out, end (Comp. II 107f J. [Menand., Fgm. 696 Kock III 200] τ. κακοῦ; Polyb. 3, 7, 2; Epict. 2, 7, 9, Ench. 32, 3; Vett. Val. 180, 14f ἡ ἔκβασις τ. πραγμάτων; cp. 186, 24; PFlor 74, 16 τ. ἑορτῆς) 1 Cor 10:13 (s. WGauld, ET 52, ’40/41, 337–40).—DELG s.v. βαίνω. M-M. TW.
См. также в других словарях:
ἐδαφῶν — ἔδαφος bottom neut gen pl (attic epic doric) ἐδαφόω establish pres part act masc voc sg (doric aeolic) ἐδαφόω establish pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) ἐδαφόω establish pres part act masc nom sg ἐδαφόω establish pres inf act… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐδάφων — ἐδαφόω establish imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) ἐδαφόω establish imperf ind act 1st sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Βραζιλία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Βραζιλίας Έκταση: 8.547.404 τ.χλμ Πληθυσμός: 174.468.575 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Μπραζίλια (2.043.169 κάτ. το 2000)Κράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τη Γαλλική Γουιάνα (ΒΑ), το Σουρινάμ,… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Καναδάς — I Επίσημη ονομασία: Καναδάς Έκταση: 9.970.610 τ. χλμ. Πληθυσμός: 30.007.094 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Οτάβα (827.898 κάτ. το 2001)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Ν με τις ΗΠΑ και στα Δ με την πολιτεία Αλάσκα των ΗΠΑ. Βρέχεται στα Β από… … Dictionary of Greek
Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… … Dictionary of Greek
Καζακστάν — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία του Καζακστάν Παλαιότερη ονομασία: Σοβιετική Σοσιαλιστική Δημοκρατία του Καζακστάν (1925 91) Έκταση: 2.717.300 τ. χλμ. Πληθυσμός: 16.741.519 (2002) Πρωτεύουσα: Αστάνα (319.300 κάτ. το 1999)Κράτος της κεντρικής Ασίας.… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
Αλγερία — I (Αστρον.).Αστεροειδής που το φαινόμενο μέγεθός του στη μέση αντίθεσή του είναι ίσο προς 14,6, ενώ αν βρισκόταν σε απόσταση μιας αστρονομικής μονάδας από τον Ήλιο και από τη Γη θα είχε φαινόμενο μέγεθος 10,5. II Κράτος της βορειοδυτικής… … Dictionary of Greek
Γιουγκοσλαβία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας Παλαιότερη ονομασία: Ομοσπονδιακή Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας Έκταση: 102.173 τ.χλμ Πληθυσμός: 10.656.929 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Βελιγράδι (1.280.600 κάτ. το 2002)Κράτος … Dictionary of Greek
Ισραήλ — I Επίσημη ονομασία: Κράτος του Ισραήλ Έκταση: 20.770 τ. χλμ. Πληθυσμός: 6.029.529 (2002) Πρωτεύουσα: Ιερουσαλήμ (622.091 κάτ. το 1997) *Σημ.: Η Ιερουσαλήμ ανακηρύχθηκε μονομερώς από το Ισραήλ πρωτεύουσα το 1982, στη θέση του Τελ Αβίβ, χωρίς όμως… … Dictionary of Greek