-
1 εδακρύετο
-
2 ἐδακρύετο
См. также в других словарях:
ἐδακρύετο — ἐδακρύ̱ετο , δακρύω weep imperf ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 εδακρύετο
2 ἐδακρύετο
ἐδακρύετο — ἐδακρύ̱ετο , δακρύω weep imperf ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)