Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ἐγ-χυτρίζω

См. также в других словарях:

  • χυτρίζω — Α [χύτρα] τοποθετώ βρέφος μέσα σε χύτρα και τό εγκαταλείπω …   Dictionary of Greek

  • καταχυτρίζω — (Α) εγχυτρίζω*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + χυτρίζω «βάζω σε χύτρα»] …   Dictionary of Greek

  • περιχύτρισμα — τὸ, Α η πεζούλα με πέτρες ή άλλα σκληρά υλικά γύρω από τη ρίζα τής ελιάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + χυτρίζω] …   Dictionary of Greek

  • χυτρισμός — ὁ, Α [χυτρίζω] εγκατάλειψη βρέφους μέσα σε χύτρα …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»