-
1 ξύση
ξύ̱σῃ, ξύωscratch: aor subj mid 2nd sgξύ̱σῃ, ξύωscratch: aor subj act 3rd sgξύ̱σηι, ξῦσιςulceration: fem dat sg (epic) -
2 ξύσῃ
ξύ̱σῃ, ξύωscratch: aor subj mid 2nd sgξύ̱σῃ, ξύωscratch: aor subj act 3rd sgξύ̱σηι, ξῦσιςulceration: fem dat sg (epic) -
3 ξύση
η см. ξύσιμο;§ τό φαΐ κι' η ξύση, όσο ν' αρχινίσει — погов, аппетит приходит во время еды
-
4 ξύω
Aξῦον Od.22.456
: [tense] aor.ἔξῡσα Il.14.179
, Hp.VC14 ( ἐγ-ξύσῃ [pron. full] [ῠ] is prob. f.l. for -ξέσῃ in E.Fr. 298 codd. Stob., and so διέξῠσεν for - έξεσεν in Nonn.D.39.321):—[voice] Med., [tense] aor.ἐξῡσάμην X.Cyr. 6.2.32
:—[voice] Pass., Sophr.150 : [tense] aor. , Thphr. CP5.6.13 : [tense] pf.ἔξυσμαι Gal. 13.544
, ([etym.] περι-) Hp.Mul.2.192 :—scratch, scrape, λίστροισιν δάπεδον ξῦον they scraped the floor with rakes, Od. l.c. ; scratch, prov. τὸν ξύοντα ἀντιξύειν 'claw me, claw thee', Sophr.149 ; γέροντα κωνείῳ ξύοντα τὴν γῆν scratching a diagram on the earth, Call.Iamb.1.122 ; τῷ δακτύλῳ [τὴν γῆν] Sch.Ar.Ach.31 ; γράψαι τὸ ξῦσαι παρὰ τοῖς παλαιοῖς (i. e. in Hom., cf. γράφω I. 1) D.T. 630.28 : metaph., ξῦσαι ἀπὸ γῆρας ὀλοιόν scrape off, get rid of, sad old age, h.Ven. 224 ; πᾶσαν ᾐόνα ξύων scouring the whole coast, of a fisherman, Babr.6.1 ; = ἐπιξύω, graze, of stars which touch the horizon but do not set, Euc.Phaen.Prooem.p.2H.:—[voice] Med., scratch oneself,ξυόμενοι ἥδονται Democr.127
;ξυόμενοι πρὸς τὰ δένδρα ἐκθλίβουσι τοὺς ὄρχεις Arist.HA 578b4
, cf.Pr. 953b37 ;τὴν κεφαλὴν ξύστρᾳ ξ. Luc. Lex.5
:—[voice] Pass., being scraped up,Arist.
HA 570a9 ; of land, to beeroded, scoured away, by water,ξυσθείσης καὶ ἀφανισθείσης γῆς POxy.1911.193
(vi A. D.).II shred, ξύων τὴν σάρκα [τοῦ χαραδριοῦ] ἐν οἴνῳ διδόναι πίνειν prob. in Hp.Int.37 ;[τιθύμαλλον] ἐν οἴνῳ ξύοντα πίνειν Thphr.HP9.11.2
.III shape by whittling, shaving, or planing, κώπας ib.5.1.7 :—[voice] Med., παλτὸν ξύσασθαι whittle oneself a javelin, X.l.c.IV shear the nap of cloth,ἑανὸν ἕσαθ', ὅν οἱ Ἀθήνη ἔξυσ' ἀσκήσασα Il.14.179
; cf.ξυστός 3
,ξυστίς 1
.
См. также в других словарях:
ξύση — η (ΑΜ ξῡσις και εσφ. γρφ. ξύσις) [ξύω] ξύσιμο, απόξεση νεοελλ. παροιμ. «το φαΐ κι η ξύση όσο ν αρχινίσει» στο φαγητό και στο ξύσιμο αρκεί να γίνει η αρχή, γιατί κατόπιν δύσκολα σταματούν αρχ. 1. εξέλκωση 2. στίλβωση, πλάνισμα ξύλου 3. εκδορά,… … Dictionary of Greek
ξύση — η το ξύσιμο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ξύσῃ — ξύ̱σῃ , ξύω scratch aor subj mid 2nd sg ξύ̱σῃ , ξύω scratch aor subj act 3rd sg ξύ̱σηι , ξῦσις ulceration fem dat sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξυστικός — ή, ό (ΑΜ ξυστικός, ή, όν) [ξυστός] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ξύση, στο ξύσιμο νεοελλ. 1. αυτός που έχει την ιδιότητα να ξύνει («ξυστικό εργαλείο») 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα ξυστικά η αμοιβή τού εργάτη για την ξύση, την απόξεση, το… … Dictionary of Greek
ξύσιμο — το [ξύνω] 1. το τρίψιμο ή η ξύση ερεθισμένου μέρους τού δέρματος 2. ξέοη, απόξεση 3. μετατροπή μιας επιφάνειας σε λεία και ομαλή, λείανση, εξομάλυνση μιας επιφάνειας 4. χάραγμα μιας επιφάνειας με τα νύχια ή με αιχμηρό αντικείμενο 5. ξυσιά,… … Dictionary of Greek
σαλπιγγόξυση — ή σαλπιγγοξυσία, η, Ν ιατρ. χειρουργική επέμβαση κατά την οποία επιτυγχάνεται ο καθαρισμός τής σάλπιγγας ή τών σαλπίγγων τής μήτρας από συμφύσεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < σάλπιγγα + ξύση (< ξύνω)] … Dictionary of Greek