-
1 εγκομβοομαι
См. также в других словарях:
ἀνεκομβοῦτο — ἀνά κομβόομαι imperf ind mp 3rd sg ἀνά κομβόω bind up imperf ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 εγκομβοομαι
ἀνεκομβοῦτο — ἀνά κομβόομαι imperf ind mp 3rd sg ἀνά κομβόω bind up imperf ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)