-
1 κολπίζω
-
2 κολπίζω
-
3 περι-κολπίζω
περι-κολπίζω, einen Meerbusen umfahren, Arr. Peripl. Erythr. 40.
-
4 κατα-κολπίζω
κατα-κολπίζω, in einen Meerbusen einbiegen, einlaufen; Thuc. 8, 92; Strab. VIII, 358 u. Sp.; auch med., Poll. 1, 102.
-
5 ἐγ-κολπίζω
ἐγ-κολπίζω, 1) einen Meerbusen bilden, ἠϊὼν ἐγκολπίζουσα Strab. 5, 4, 5. Aber 9, 5 g. E. = εἰςπλέω εἶς κόλπον. – 2) Med., in seinen Busen nehmen, Plut. garrul. 12; umfassen, umschließen, Philo u. a. Sp.; ἰχϑῠς τῇ σαγήνῃ, fangen, Alciphr. 1, 18. – Bei Dion. Hal. de admir. vi Dem. 4 περίοδος πολλοὺς ἀγκῶνας ἐγκολπιζομένη, nach Conj. für ἐγκαλλωπιζομένη, von einem bauschigen, schlecht abgerundeten Satze.
-
6 ἐγκολπίζω
ἐγ-κολπίζω, (1) einen Meerbusen bilden. (2) Med., in seinen Busen nehmen; umfassen, umschließen; ἰχϑῠς τῇ σαγήνῃ, fangen; ἐγκαλλωπιζομένη, von einem bauschigen, schlecht abgerundeten Satze -
7 κατακολπίζω
κατα-κολπίζω, in einen Meerbusen einbiegen, einlaufen -
8 περικολπίζω
См. также в других словарях:
κολπίζω — (AM) [κόλπος] μσν. μέσ. κολπίζομαι κρύβω κάτι στον κόρφο μου αρχ. (κατά το λεξ. Σούδα) σχηματίζω πτυχή … Dictionary of Greek
κατακολπίζω — (Α) εισπλέω σε κόλπο, προσορμίζομαι («ἐπ Εὔβοιαν πλεούσας αὐτὰς ἐς Αἴγιναν κατακολπίσαι», Θουκ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + κολπίζω (< κόλπος)] … Dictionary of Greek
κόλπος — I (Ανατ.). Όρος που αναφέρεται στις παρακάτω ανατομικές δομές: 1. Κ. ή κολεύς. Μυομεμβρανώδης σωληνώδης δομή που εκτείνεται από το αιδοίο στον τράχηλο της μήτρας. Ο κ. έχει κυλινδρικό σχήμα και λίγο πλατυσμένο από μπροστά προς τα πίσω. Το μήκος… … Dictionary of Greek
εἰσκολπιζόμενος — εἰσ κολπίζω form into a bosom pres part mp masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)