-
1 κεντρισμός
κεντρ-ισμός, ὁ, =A stimulatio, Gloss.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κεντρισμός
-
2 κεντρισμόν
κεντρισμόςstimulatio: masc acc sg
См. также в других словарях:
κεντρισμός — κεντρισμός, ὁ (ΑΜ) [κεντρίζω] 1. κέντρισμα 2. μτφ. παρότρυνση … Dictionary of Greek
κεντρισμόν — κεντρισμός stimulatio masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)