-
1 κεντρισμός
κεντρισμός, ὁ, das Stacheln, Eust. 176, 60.
-
2 κεντρισμός
κεντρισμός, ὁ, das Stacheln -
3 ἐγ-κεντρισμός
ἐγ-κεντρισμός, ὁ, dasselbe, Geop.
-
4 ἐγκέντρισις
ἐγ-κέντρισις, ἡ, u. ἐγ-κεντρισμός, ὁ, das Pfropfen der Bäume
См. также в других словарях:
κεντρισμός — κεντρισμός, ὁ (ΑΜ) [κεντρίζω] 1. κέντρισμα 2. μτφ. παρότρυνση … Dictionary of Greek
κεντρισμόν — κεντρισμός stimulatio masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)