-
1 ἐπι-κατα-κοιμάομαι
ἐπι-κατα-κοιμάομαι, darauf einschlafen, Her. 4, 172.
-
2 ἐγ-κατα-κοιμάομαι
ἐγ-κατα-κοιμάομαι, dep. pass., darin schlafen, Her. 8, 134.
-
3 ἐγκατακοιμάομαι
ἐγ-κατα-κοιμάομαι, dep. pass., darin schlafen -
4 ἐπικατακοιμάομαι
См. также в других словарях:
κοιμάμαι — και κοιμούμαι (Α κοιμῶ, άω, Μ κοιμοῡμαι και κοιμῶμαι) 1. βρίσκομαι σε κατάσταση ύπνου, πέφτω σε ύπνο 2. πλαγιάζω για ύπνο 3. συνεκδ. πεθαίνω, κείτομαι νεκρός 4. μτφ. αδιαφορώ, απρακτώ, εφησυχάζω, αδρανώ («το κράτος κοιμάται») 5. έρχομαι σε… … Dictionary of Greek