-
1 κατα-γηράσκω
κατα-γηράσκω (s. γηράσκω), altern, alt werden; αἶψα γὰρ ἐν κακότητι βροτοὶ καταγηράσκουσιν Od. 19, 360; Hes. O. 93; Eur. Med. 124; καταγηράσομαι Ar. Equ. 1308; auch καταγηράσουσι, Plat. Legg. XII, 949 c; κατεγήρασαν Theaet. 202 d; als att. empfohlen καταγηρᾶναι, Ath. V, 190 e, wo noch καταγηράναι accentuirt ist; καταγεγηράκασιν Isocr. 10, 1; auch übertr., καταγηρασάντων τῶν ἀρχαίων νομίμων, veralten, bei Ath. XIV, 633 b.
-
2 ἐγ-κατα-γηράσκω
ἐγ-κατα-γηράσκω (s. γηράσκω), sein Alter bei Etwas zubringen, τινί, Plut. Phoc. 30; übh. = alt werden, πονηρία ἐγκαταγεγηρακυῖα Din. 2, 3.
-
3 συγ-κατα-γηράσκω
συγ-κατα-γηράσκω, = Folgdm; Her. 1, 203; Epicur. bei D. L. 10, 20; βίῳ ἀπόρῳ, Men. bei Plut. tranquill. 3.
-
4 συγ-κατα-γηράω
συγ-κατα-γηράω (s. γηράσκω), wie συγγηράω, mitaltern, bis ins Alter mit Einem leben, συγκαταγηράσασαν, Is. 2, 7.
-
5 καταγηράσκω,
κατα-γηράσκω, u. κατα-γηράω, altern, alt werden -
6 καταγηράω
κατα-γηράσκω, u. κατα-γηράω, altern, alt werden -
7 ἐγκαταγηράσκω
ἐγ-κατα-γηράσκω (s. γηράσκω), sein Alter bei etwas zubringen; übh. = alt werden -
8 συγκαταγηράω,
συγ-κατα-γηράω, u. συγ-κατα-γηράσκω, mitaltern, bis ins Alter mit einem leben -
9 συγκαταγηράσκω
συγ-κατα-γηράω, u. συγ-κατα-γηράσκω, mitaltern, bis ins Alter mit einem leben
См. также в других словарях:
Geflügelte Worte (Antike) — Alpha und Omega, Anfang und Ende, kombiniert zu einem Buchstaben Diese Liste ist eine Sammlung alt und neugriechischer Phrasen, Sprichwörter und Redewendungen. Sie beschreibt ihren Gebrauch und gibt, wo möglich, die Quellen an. Graeca non… … Deutsch Wikipedia
γήρανση — η (AM γήρανσις) το να γερνάει κανείς ή το να παλιώνει κάτι νεοελλ. οι προοδευτικές αλλοιώσεις τών κυττάρων, τών οργάνων ή και ολόκληρου τού οργανισμού κατά τη διάρκεια τής ενήλικης ζωής. [ΕΤΥΜΟΛ. < γηράσκω, κατά το πρότυπο τού υγίανσις] … Dictionary of Greek
περιγηράσκω — Α γερνώ κατά περιόδους, γεράζω, μαραίνομαι περιοδικώς («καρποὺς διὰ τοῡ θέρους ὅλου περιγηράσκοντας...»). [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + γηράσκω «γερνώ»] … Dictionary of Greek