-
1 καταμιγνυμι
и(Plut., только praes. и impf.) καταμιγνύω примешивать, присоединять (τὴ εἰς τὸν ἀέρα, τοὺς μετοίκους Arph.; τέν οὐσίαν εἰς προῖκα Dem.; καταμεμῖχθαί τινι Arst.; ζῆλόν τινι, συμπόταις ἑαυτόν Plut.)
πολλοὴ τῶν στρατιωτῶν εἰς τὰς πόλεις κατεμίγνυντο Xen. — многие солдаты смешались с городским населением -
2 εγκαταμιγνυμι
1) примешивать, смешивать(τὰ πάλαι γεγραμμένα ἐγκαταμεμιγμένα τοῖς νῦν λεγομένοις Isocr.; τὸ θῆλυ τῷ ἄρρενι Luc.)
2) med. вмешиваться(ἐ. καὴ ποιεῖν Arst.)
См. также в других словарях:
καταμίγνυμι — (Α) βλ. καταμείγνυμι … Dictionary of Greek
καταμεμιγμένα — καταμίγνυμι perf part mp neut nom/voc/acc pl καταμεμιγμένᾱ , καταμίγνυμι perf part mp fem nom/voc/acc dual καταμεμιγμένᾱ , καταμίγνυμι perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) καταμεμῑγμένα , καταμίγνυμι perf part mp neut nom/voc/acc pl… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταμεμιγμένον — καταμίγνυμι perf part mp masc acc sg καταμίγνυμι perf part mp neut nom/voc/acc sg καταμεμῑγμένον , καταμίγνυμι perf part mp masc acc sg καταμεμῑγμένον , καταμίγνυμι perf part mp neut nom/voc/acc sg καταμεμῑγμένον , καταμίγνυμι perf part mp… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταμεμιγμένων — καταμίγνυμι perf part mp fem gen pl καταμίγνυμι perf part mp masc/neut gen pl καταμεμῑγμένων , καταμίγνυμι perf part mp fem gen pl καταμεμῑγμένων , καταμίγνυμι perf part mp masc/neut gen pl καταμεμῑγμένων , καταμίγνυμι perf part mp fem gen pl… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταμιγέντα — καταμίγνυμι aor part pass neut nom/voc/acc pl καταμίγνυμι aor part pass masc acc sg καταμῑγέντα , καταμίγνυμι aor part pass neut nom/voc/acc pl καταμῑγέντα , καταμίγνυμι aor part pass masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταμεμιγμένη — καταμίγνυμι perf part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic) καταμεμῑγμένη , καταμίγνυμι perf part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic) καταμεμῑγμένη , καταμίγνυμι perf part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταμεμιγμένην — καταμίγνυμι perf part mp fem acc sg (attic epic ionic) καταμεμῑγμένην , καταμίγνυμι perf part mp fem acc sg (attic epic ionic) καταμεμῑγμένην , καταμίγνυμι perf part mp fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταμεμιγμένης — καταμίγνυμι perf part mp fem gen sg (attic epic ionic) καταμεμῑγμένης , καταμίγνυμι perf part mp fem gen sg (attic epic ionic) καταμεμῑγμένης , καταμίγνυμι perf part mp fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταμεμιγμένος — καταμίγνυμι perf part mp masc nom sg καταμεμῑγμένος , καταμίγνυμι perf part mp masc nom sg καταμεμῑγμένος , καταμίγνυμι perf part mp masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταμεμιγμένου — καταμίγνυμι perf part mp masc/neut gen sg καταμεμῑγμένου , καταμίγνυμι perf part mp masc/neut gen sg καταμεμῑγμένου , καταμίγνυμι perf part mp masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταμειγνύμενον — καταμίγνυμι pres part mp masc acc sg καταμίγνυμι pres part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)