-
1 ἐγ-καρδιαῖος
ἐγ-καρδιαῖος, = Folgdm, Iambl.
-
2 κραδιαῖος
κραδιαῖος, = καρδιαῖος, Synes. H. 2, 29.
-
3 ἐγκάρδιος
ἐγ-κάρδιος, u. ἐγ-καρδιαῖος, 1) im Herzen, herzlich; ἐγκάρδιον γίγνεταί μοί τι, es geht mir etwas zu Herzen; von großem Schmerze, τὸ ἁπτόμενον τῆς καρδίας. (2) τὸ ἐγκάρδιον, das Herz, der Kern des Holzes