-
1 ἐγ-καιριότης
ἐγ-καιριότης, ητος, ἡ, dasselbe, Schol. Eur. Phoen. 471.
-
2 ἐγκαιρία
ἐγ-καιρία, ἡ, u. ἐγ-καιριότης, ητος, ἡ, die gelegene, rechte Zeit, das Angemessene, der ἀκαιρία entgeggstzt
См. также в других словарях:
καιριότης — καιριότης, ἡ (Μ) [καίριος] το καίριο σημείο … Dictionary of Greek