-
1 καθ-ιδρύω
καθ-ιδρύω (s. ἱδρύω), sich niedersetzen lassen; Ὀδυσῆα καϑίδρυε Od. 20, 257; μακάρων ἐς αἶαν σὸν καϑιδρύσει βίον Eur. Bacch. 1337; aufstellen, ἐν τοῖς τιμιωτέροις τὸ τιμιώτερον καϑίδρυκεν ἡ φύσις Arist. part. anim. 3, 4; ansiedeln, ἐν χωρίῳ D. Hal. 3, 43; – pass. sich niederlassen, ansiedeln, ὅπου καϑιδρυϑέντε διαγενοίμεϑ' ἄν Ar. Av. 45; αὐτοῦ καϑιδρυμένος ἐν πόλει Plat. Soph. 224 d; Sp., wie D. Hal. ἐκβιβάσας τὸν λεὼν αὐτοῦ καϑιδρύεται 1, 12; καϑιδρυνϑέντες ἐς Ἀργώ Theocr. 13, 28, sich setzen. – Med., bes. ein Götterbild aufstellen u. weihen, Eur. I. T. 1481, vgl. Cycl. 317; καϑιδρύσατο βωμόν Ep. ad. 166 ( App. 143).
-
2 συγ-καθ-ιδρύω
συγ-καθ-ιδρύω (s. ἱδρύω), zugleich niedersetzen, zugleich weihen, τῇ Ἀφροδίτῃ τὸν Ἑρμῆν, Plut. praec. conj. prooem., de aud. 13.
-
3 ἐγ-καθ-ιδρύω
ἐγ-καθ-ιδρύω (s. ἱδρύω), darin aufstellen; ἄγαλμα Ἀϑηνῶν χϑονί Eur. I. T. 978; von Bildsäulen auch med., Poll. 1, 11; pass., darin seinen Sitz haben, κορυφῇ οὐρανοῦ Arist. mund. 6, u. a. Sp.; vgl. Philoxen. bei Ath. XIV, 643 b.
-
4 προ-καθ-ιδρύω
προ-καθ-ιδρύω, vorher nieder-, einsetzen, Ios.
-
5 ἀντι-καθ-ιδρύω
ἀντι-καθ-ιδρύω, an Jemandes Stelle einsetzen, Sp.
-
6 καθιδρύω
καθ-ιδρύω, sich niedersetzen lassen; aufstellen; ansiedeln; pass. sich niederlassen, ansiedeln; sich setzen. Med., bes. ein Götterbild aufstellen u. weihen -
7 ἐγκαθιδρύω
ἐγ-καθ-ιδρύω (s. ἱδρύω), darin aufstellen; von Bildsäulen; pass., darin seinen Sitz haben -
8 ἀντικαθιδρύω
-
9 προκαθιδρύω
προ-καθ-ιδρύω, vorher nieder-, einsetzen -
10 συγκαθιδρύω
συγ-καθ-ιδρύω, zugleich niedersetzen, zugleich weihen
См. также в других словарях:
ίστημι — ἵστημι (ΑΜ) 1. τοποθετώ όρθιο κάτι, στήνω («ἔγχος μέν ῥ ἔστησε φέρων πρὸς κίονα» Ομ. Ιλ.) 2. (για ανδριάντες, οικοδομές, τρόπαια) ιδρύω, εγείρω («ἔστησε τρόπαια») μσν. (το μέσ.) ἵσταμαι 1. είμαι όρθιος, στέκομαι 2. (για οικοδομήματα) υψώνομαι,… … Dictionary of Greek
επικαθίστημι — ἐπικαθίστημι (Α) 1. τοποθετώ, εγκαθιστώ πάνω σε κάτι, ορίζω («φυλακάς ἐπικαθίστη», Δίων Κάσσ.) 2. διορίζω κάποιον («κριτὰς ἐπικαθιστάναι», Πλάτ.) 3. ιδρύω, καθορίζω επί πλέον 4. καταβάλλω, πληρώνω επί πλέον 5. συγκεντρώνω εμπόρευμα για παράδοση 6 … Dictionary of Greek