-
1 καθ-αρμόζω
καθ-αρμόζω, daranfügen, anpassen; βρόχον δέρᾳ Eur. Hipp. 771; pass., πλῆκτρα ἐπὶ ζυγοῖς καϑήρμοστο Rhes. 767.
-
2 συγ-καθ-αρμόζω
συγ-καθ-αρμόζω, mit od. zugleich anpassen. Bei Soph. Ai. 922 = mit zur Erde bestatten, πεπτῶτ' ἀδελφὸν τόνδε συγκαϑαρμόσαι.
-
3 ἐγ-καθ-αρμόζω
ἐγ-καθ-αρμόζω, einfügen, Ar. Lys. 684.
-
4 καθαρμόζω
καθ-αρμόζω, daranfügen, anpassen -
5 ἐγκαθαρμόζω
-
6 συγκαθαρμόζω
συγ-καθ-αρμόζω, mit od. zugleich anpassen; mit zur Erde bestatten
См. также в других словарях:
καθήκον — Ηθική υποχρέωση, χρέος· ό,τι επιβάλλουν οι νόμοι του κράτους· η υποχρέωση του πολίτη. Η λέξη κ. χρησιμοποιείται γενικά για κάθε πράξη ή παράλειψη που επιβάλλουν οι κανόνες κοινωνικής δεοντολογίας και ιδιαίτερα οι κανόνες που εθιμικώς ρυθμίζουν… … Dictionary of Greek