Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ἐγ-καθορμίζομαι

См. также в других словарях:

  • συγκαθορμίζομαι — Α καθορμίζομαι συγχρόνως ή μαζί με κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + καθορμίζομαι «προσορμίζομαι, έρχομαι στο λιμάνι για αγκυροβολία»] …   Dictionary of Greek

  • устремаюся — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;}  глаг. (ἐξορμάομαι) происхожу, выхожу; (αὐτομολέω), произвольно… …   Словарь церковнославянского языка

  • καθορμίζω — (Α καθορμίζω) 1. οδηγώ πλοίο από το πέλαγος σε λιμάνι για αγκυροβολία, ελλιμενίζω, αγκυροβολώ, αράζω («καθώρμισαν πρός τι πολισμάτιον», Πολ.) 2. μέσ. καθορμίζομαι (για πλοία και κυβερνήτες) έρχομαι στο λιμάνι για αγκυροβολία, προσορμίζομαι («ἐς… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»