-
1 κίρνημι
κιρνάω, u. κίρνημι, bes. Wein mit Wasser mischen; κίρνη οἶνον, er mischte Wein -
2 συν-ανα-κίρνημι
συν-ανα-κίρνημι, = συνανακεράννυμι, praes. pass. bei S. Emp. pyrrh. 3, 59.
-
3 ἐπι-κίρνημι
ἐπι-κίρνημι, ion. = ἐπικεράννυμι; ἐπικίρναται ὁ κρητήρ Her. 1, 51; Plut. qu. Rom. 25.
-
4 ἐγ-κίρνημι
ἐγ-κίρνημι, p. = ἐγκεράννυμι, Pind. N. 9, 50; Alcaeus bei Ath. X, 430 b in tmesi, ἐν δὲ κίρνατε; übertr., ἐγκιρνάντι ἤϑεσι τεταραγμένοις ϑεωρήματα Lysis bei Iambl. v. Pyth. 17.
-
5 κιρνάω
κιρνάω, u. κίρνημι, poet. = κεράννυμι, nur praes. u. impf.; bes. Wein mit Wasser mischen; μελίφρονα οἶνον ἐκίρνα Od. 7, 182, vgl. 10, 356. 13, 53; κίρνη οἶνον, er mischte Wein, 14, 78. 16, 52; κιρνὰς οἶνον 16, 14; – auch κρητῆρα κίρναμεν μελέων, Pind. I. 5, 3, wie κόμπον ἀοιδᾷ 4, 27; pass., κιρναμένα ἐέρσα N. 3, 75; κιρνάντες τὴν πόλιν Ar. frg. 555; κιρνᾷ κρητῆρα οἴ. νου Her. 4, 66; κιρνάναι Ath. X, 126 e u. ibd. κιρνᾶσϑαι; Sp., wie μαλάττειν καὶ κιρνᾶν τὸ τῆς φύσεως σκληρόν Pol. 4, 21, 3; τὰ κιρνάμενα ἐξ – S. Emp. pyrrh. 3, 57; ἐκίρνη App. Hithrid. 111; μελίπηκτα κιρνᾶν Luc. as. 46. Nach Moeris ist der imperat. κίρνη attisch, κίρνα hellenistisch.
-
6 κεράννῡμι
κεράννῡμι u. κεραννύω, z. B. Alc. com. Ath. X, 424 d, fut. κεράσω, att. κερῶ, κερᾷς, aor. ἐκέρασα, ep. κεράσσω u. ἐκέρασσα, perf. κέκρᾱκα u. κέκρᾱμαι, aor. med. ἐκερασάμην, ep. κεράσσατο, von einer syncopirten Form im Conj. κέρωνται, Il. 4, 260, aor. pass. ἐκράϑην u. ἐκεράσϑην (s. Beispiele unten), adj. verb. κεραστός, Ep. ad. 295 ( Plan. 83); vgl. über dies u. das perf. κεκέρασμαι Lob. zu Phryn. 582; der aor. act. κρῆσαι nur im compos. ἐπικεράννυμι. Vgl. auch κεράω, κεραίω, κιρνάω u. κίρνημι (nach Ath. XI, 476 a von κέρας, Trinkhorn); – mischen, mengen, vermischen; am gewöhnlichsten bei Hom. u. Folgdn von der Vermischung des dicken u. starken Weines mit Wasser, denn so gemischt wurde der Wein gewöhnlich getrunken; κέρασσε δὲ νέκταρ ἐρυϑρόν Od. 5, 93; im med., κρητῆρα κερασσάμενος 7, 179. 13, 50, einen Mischkrug mischen, d. i. ihn mit gemischtem Wein anfüllen; τὸν κρατῆρα κεραννύουσιν Hyperid. bei Ath. X, 424 d; vgl. πῶς οὖν κέκραται ὁ σκύφος Eur. Cycl. 554 u. κύλικος ἴσον ἴσῳ κεκραμένης Ar. Plut. 1132, der Wein u. Wasser zu gleichen Theilen gemischt enthält; ὅτε οἶνον ἐνὶ κρητῆρσι κέρωνται Il. 4, 260; das praes. hat Hom. noch nicht; κέρασον ἄκρατον Ar. Eccl. 1123; τοῖς ϑεοῖς εὐχόμενοι κεραννύωμεν Plat. Phil. 61 b; κρᾶμα κερασάμενος Tim. Locr. 95 e; οἶνος κερασϑείς Xen. An. 5, 4, 29, v. l. κεραϑείς, vgl. Anacr. 36, 11; bei Sp. übh. einschenken, zu trinken geben. – Von andern Dingen, mischen, durch Mischung mildern; vom Badewasser, Od. 10, 362; πλοῦτον ἀρετᾷ κεκραμένον, Reichthum mit Tugend verbunden, Pind. P. 5, 2, vgl. Ol. 11, 109; κέκραται γῆρας ἱερᾷ γενεᾷ P. 10, 41, das Alter naht sich dem Geschlecht; ϑεόσυτος ἢ βρὀτειος ἢ κεκραμένη Aesch. Prom. 116; κεραννύντας ἡδονὴν φϑόνῳ Plat. Phil. 50 a; ὅσα πυρὶ καὶ γῇ κεράννυται Prot. 320 d; ἐπειδὰν ταῦτα καλῶς καὶ μετρίως κραϑῇ πρὸς ἄλληλα, im rechten Verhältniß zu einander gemischt, gehörig temperirt, Phaed. 86 c; νοῦς μετὰ τῶν καλλίστων αἰσϑήσεων κραϑείς Legg. XII, 961 d; μετὰ χολῆς μελαίνης κερασϑέν Tim. 85 a; φωνὴ μὲν μεταξὺ τῆς τε Χαλκιδέων καὶ Δωρίδος ἐκράϑη Thuc. 6, 5; κεκραμένος πρὸς χαλκὸν ἄργυρος Dem. 24, 214; Sp., φύσει πρὸς πᾶσαν ἀρετὴν εὖ κεκραμένος, von Natur zu jeder Tugend befähigt, Plut. Num. 3.
-
7 ἀνα-κίρναμαι
ἀνα-κίρναμαι (s. κίρνημι), mischen, ποτόν, sagte Soph. frg. 237 von der Traube, das Getränk brauend; übertr., μετρίας φιλίας, Freundschaft knüpfen, Eur. Hipp. 264. – Pass., ἀὴρ ἡλίου ἀκτῖσιν ἀνακιρνάμενος Plat. Ax. 371 a, durch Sonnenstrahlen temperirt; vgl. Man. 5, 60.
-
8 κιρνάω,
κιρνάω, u. κίρνημι, bes. Wein mit Wasser mischen; κίρνη οἶνον, er mischte Wein
См. также в других словарях:
κίρνημι — (Α) βλ. κιρνώ … Dictionary of Greek
κίρνημι — κιρνάω mix pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ίλη — η (Α ἴλη και δωρ. τ. ἴλα και ιων. εἴλη) νεοελλ. 1. μονάδα ιππικού τού παλαιού στρατού που αντιστοιχούσε στον λόχο τού πεζικού 2. λόχος τεθωρακισμένων αρχ. 1. πλήθος, ομάδα ανθρώπων 2. πλήθος ζώων 3. στράτευμα, τμήμα στρατού 4. μονάδα ιππικού από… … Dictionary of Greek
επικίρνημι — ἐπικίρνημι και ἐπικιρνῶ έω, ιων. τ. τοὺ ἐπικεράννυμι* (Α) 1. ανακατεύω, αναμιγνύω 2. παθ. ἐπικίρναμαι γεμίζομαι με ανάμικτο κρασί («ἐπικέρναται [ὁ κρατήρ]», Ηρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + κίρνημι, ποιητ. τ. τού κεράννυμι «αναμιγνύω»] … Dictionary of Greek
κεράννυμι — (ΑΜ, Α και κεραννύω, επικ. τ. κεραίω και κερῷ, άω) 1. αναμιγνύω υγρά, συνήθως κρασί με νερό, για να μετριάσω στο κράμα τη δύναμη οινοπνευματώδους ποτού (α. «κύλικος ἴσον κεκραμένης», Αριστοφ. β. «οἴνῳ καὶ μέλιτι κεράσαντα τὴν κρήνην, ἀφ ἧς ἔπινον … Dictionary of Greek
κιρνώ — κιρνῶ, άω και κίρνημι (AM) 1. αναμιγνύω κρασί με νερό («ἡ δὲ τρίτη κρητῆρι μελίφρονα οἶνον ἐκίρνα ἡδὺν ἐν ἀργυρέῳ», Ομ. Οδ.) 2. (μεσοπαθ.) κιρνῶμαι, άομαι ενώνομαι, ενοποιούμαι μσν. κερνώ αρχ. 1. μτφ. μετριάζω («βουλόμενοι δὲ μαλάττειν καὶ κιρνᾶν … Dictionary of Greek
κρεμώ — και κρεμάζω και κρεμνώ, μέσ. παθ. κρεμώμαι και κρέμομαι και κρέμο(υ)μαι και κρεμ(ν)ιέμαι (AM κρεμῶ, άω και κρεμνῶ, άω και κρεμάζω, μέσ. παθ. κρέμομαι, Α και κρεμάννυμι και κρεμαννύω, επικ. τ. κρεμόω, Μ και κρεμμῶ, μέσ. παθ. κρέμομαι και κρέμουμαι … Dictionary of Greek
παρακίρναμαι — Α αναμιγνύομαι, ανακατώνομαι («παρεκίρνατο τοῑς δεινοῑς εἰρωνεία», Ιώσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + κίρνημι / αμαι, ποιητ. τ. τού κεράννυμι «ανακατεύω, αναμιγνύω»] … Dictionary of Greek
συμμετακίρνημι — Α (μόνον το παθ.) συμμετακίρναμαι αναμιγνύομαι με κάποιον ή με κάτι άλλο («συμμετακιρναμένῃ τῇ ποικιλίᾳ τῆς κινήσεως», Γρηγ. Νύσσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + μετά + κίρνημι «αναμιγνύω κρασί με νερό»] … Dictionary of Greek
όρνυμι — ὄρνυμι και ὀρνύω (Α) (επικ., ποιητ. τ.) 1. διεγείρω, εξεγείρω, ξεσηκώνω 2. παροτρύνω, προτρέπω κάποιον να κάνει κάτι 3. (σχετικά με ζώο) διώχνω 4. (σχετικά με άψυχα και φυσικά φαινόμενα) επιφέρω, ανακινώ («χαλεπήν ὄρσουσα θύελλαν», Ομ. Ιλ.) 5.… … Dictionary of Greek
er-3 : or- : r- — er 3 : or : r English meaning: to move *stir, animate, fight, struggle, rise; to spring up, be born Deutsche Übersetzung: ‘sich in Bewegung setzen, erregen (also seelisch, ärgern, stir, tease, irritate); in die Höhe bringen (Erhebung … Proto-Indo-European etymological dictionary