-
1 γείσωμα
-
2 γείσωμα
γείσωμα u. γείσσωμα, Schutzdach -
3 ἀπο-γείσωμα
ἀπο-γείσωμα, τό, Wetterdach, Vorsprung, Arist. Part. an. 2, 15, l. d.
-
4 ἐγ-γείσωμα
ἐγ-γείσωμα, τό, eine besondere Art Bruch der Hirnschale, wo ein Knochen den andern wie ein γεῖσον überragt, Medic.
-
5 γείσσωμα
γείσωμα u. γείσσωμα, Schutzdach -
6 ἀπογείσωμα
ἀπο-γείσωμα, Wetterdach, Vorsprung -
7 ἐγγείσωμα
ἐγ-γείσωμα, τό, eine besondere Art Bruch der Hirnschale, wo ein Knochen den andern wie ein γεῖσον überragt
См. также в других словарях:
γείσωμα — το (AM γείσωμα) [γείσον] το γείσο νεοελλ. οριζόντια σανίδα στηριγμένη κάθετα στον τοίχο, ράφι … Dictionary of Greek
γείσωμα — το το γείσο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γεισώματα — γείσωμα pent house neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)