Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἐγχέζω

См. также в других словарях:

  • εγχέζω — ἐγχέζω (Α) φρ. 1. «οὗτος τί δέδρακας;» «ἐγκέχοδα» χέστηκα, τά κάνα πάνω μου απ τον φόβο 2. «κἀγκεχοδασί μ οἱ πλουτοῡντες» και τά κάνουν απάνω τους οι πλούσιοι όταν μέ βλέπουν (Αριστφ.) …   Dictionary of Greek

  • ἐγκέχοδα — ἐγχέζω incacare perf ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 'γχέσαιμ' — ἐγχέσαιμι , ἐγχέζω incacare aor opt act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κἀγκεχόδασι — ἐγκεχόδᾱσι , ἐγχέζω incacare perf ind act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κἀγκεχόδασιν — ἐγκεχόδᾱσιν , ἐγχέζω incacare perf ind act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»