-
1 εγχεζω
(pf. ἐγκέχοδα)( на или во что-л.) испражняться Arph.
ἐ. τινά ирон. Arph. — умирать от страха перед кем-л. -
2 ἐγχέζω
-
3 ἐγχέζω
-
4 εγκεχοδα
-
5 'γχέσαιμ'
ἐγχέσαιμι, ἐγχέζωincacare: aor opt act 1st sg -
6 εγκέχοδα
-
7 ἐγκέχοδα
-
8 καγκεχόδασι
-
9 κἀγκεχόδασι
-
10 καγκεχόδασιν
-
11 κἀγκεχόδασιν
-
12 ἐγκέχοδα
A v. ἐγχέζω. [full] ἐγκεχρημένος, v. ἐγχράω.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐγκέχοδα
См. также в других словарях:
εγχέζω — ἐγχέζω (Α) φρ. 1. «οὗτος τί δέδρακας;» «ἐγκέχοδα» χέστηκα, τά κάνα πάνω μου απ τον φόβο 2. «κἀγκεχοδασί μ οἱ πλουτοῡντες» και τά κάνουν απάνω τους οι πλούσιοι όταν μέ βλέπουν (Αριστφ.) … Dictionary of Greek
ἐγκέχοδα — ἐγχέζω incacare perf ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
'γχέσαιμ' — ἐγχέσαιμι , ἐγχέζω incacare aor opt act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κἀγκεχόδασι — ἐγκεχόδᾱσι , ἐγχέζω incacare perf ind act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κἀγκεχόδασιν — ἐγκεχόδᾱσιν , ἐγχέζω incacare perf ind act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)