-
1 ἐγχώννυμι
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐγχώννυμι
-
2 ἐγχόω
A = ἐγχώννυμι, [tense] impf.ἐνέχουν Str.7.4.7
:—[voice] Pass.,ἐγχούμενοι πόροι Id.9.2.18
.
См. также в других словарях:
εγχώννυμι — ἐγχώννυμι (AM) (Α και ἐγχωννύω) μσν. (για φυτά) βάζω μέσα στο χώμα αρχ. 1. γεμίζω με χώμα 2. (για ποταμούς) κάνω πρόσχωση … Dictionary of Greek
προσεγχώννυμι — Μ καλύπτω κι άλλο με χώμα, γεμίζω με χώμα επί πλέον («ἁδρὰν προσεγχώσαντες γῆν», Γεωπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἐγχώννυμι «γεμίζω με χώμα, (για φυτά) βάζω μέσα στο χώμα»] … Dictionary of Greek