-
1 ἐγχειρίθετος
-
2 ἐγ-χειρί-δοτος
ἐγ-χειρί-δοτος, v. l. für ἐγχειρίϑετος.
См. также в других словарях:
ἐγχειρίθετον — ἐγχειρίθετος put into one s hands masc/fem acc sg ἐγχειρίθετος put into one s hands neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)