Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

ἐγχειβρόμος

См. также в других словарях:

  • εγχειβρόμος — ἐγχειβρόμος, ον (Α) επίθετο τής Αθηνάς με το βροντερό έγχος …   Dictionary of Greek

  • ἐγχειβρόμου — ἐγχείβρομος masc/fem/neut gen sg ἐγχειβρόμος thundering with the spear masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐγχειβρόμῳ — ἐγχείβρομος masc/fem/neut dat sg ἐγχειβρόμος thundering with the spear masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βρόμος — (I) ο (Α βρόμος) βρόμη, ονομασία αγρωστώδους που χρησιμεύει ως τροφή των ζώων. [ΕΤΥΜΟΛ. < βρέμω*, ίσως επειδή θεωρούνταν ότι το φυτό αυτό προστάτευε από τους κεραυνούς]. (II) ο (AM βρόμος, Α και βρῶμος) άσχημη μυρωδιά νεοελλ. 1. ακαθαρσία 2.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»