-
1 εγχειβρομος
См. также в других словарях:
εγχειβρόμος — ἐγχειβρόμος, ον (Α) επίθετο τής Αθηνάς με το βροντερό έγχος … Dictionary of Greek
ἐγχειβρόμου — ἐγχείβρομος masc/fem/neut gen sg ἐγχειβρόμος thundering with the spear masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγχειβρόμῳ — ἐγχείβρομος masc/fem/neut dat sg ἐγχειβρόμος thundering with the spear masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βρόμος — (I) ο (Α βρόμος) βρόμη, ονομασία αγρωστώδους που χρησιμεύει ως τροφή των ζώων. [ΕΤΥΜΟΛ. < βρέμω*, ίσως επειδή θεωρούνταν ότι το φυτό αυτό προστάτευε από τους κεραυνούς]. (II) ο (AM βρόμος, Α και βρῶμος) άσχημη μυρωδιά νεοελλ. 1. ακαθαρσία 2.… … Dictionary of Greek