-
1 εγρεμάχη
ἐγρεμάχηςexciting: masc voc sg——————ἐγρεμάχηςexciting: masc dat sg (attic epic ionic) -
2 εγρεμαχη
-
3 ἐγρεμάχη
Βλ. λ. εγρεμάχη -
4 ἐγρεμάχῃ
Βλ. λ. εγρεμάχη -
5 ἐγρεμάχης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐγρεμάχης
См. также в других словарях:
ἐγρεμάχη — ἐγρεμάχης exciting masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγρεμάχῃ — ἐγρεμάχης exciting masc dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εγρεμάχης — ἐγρεμάχης ( ου), ο (θηλ. ἐγρεμάχη, η) (Α) αυτός που διεγείρει ή προκαλεί μάχες … Dictionary of Greek