-
1 ἐγρηγορικός
9 [suff] ἐγρήγορ-ος, ον, wakeful, Adam.Phgn.2.28, Poll.3.120. Adv. - ρως Mich. in PN70.2, al., Sch.Il.10.182.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐγρηγορικός
-
2 ἐγρήγορσις
A waking, wakefulness, Hp.Hum.9, Arist.HA 536b24, Ph.1.71, al., Onos.10.11, D.Chr.3.85, Plot.6.8.16; περὶ ὕπνου καὶ ἐγρηγόρσεως, title of work by Arist. [suff] ἐγρηγορ-τέον, one must keep awake, Antyll. ap. Orib.6.6.3.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐγρήγορσις
-
3 ἐγρηγορέω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐγρηγορέω
-
4 ἐγρηγορότως
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐγρηγορότως
-
5 ἐγρηγορόων
A watching, awake, Od.20.6.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐγρηγορόων
-
6 ἐγρηγόρσιος
ἐγρηγόρ-σιος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐγρηγόρσιος
-
7 ἐγρηγορτί
A awake, watching, Il.10.182.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐγρηγορτί
Перевод: с греческого на все языки
со всех языков на греческий- Со всех языков на:
- Греческий
- С греческого на:
- Английский