Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ἐγκάρσιον

См. также в других словарях:

  • ἐγκάρσιον — ἐγκάρσιος athwart masc acc sg ἐγκάρσιος athwart neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεσόκολο — το ανατ. πτυχή τού περιτοναίου η οποία συνδέει το κόλον με το κοιλιακό τοίχωμα και που διακρίνεται σε ανιόν μεσόκολο, εγκάρσιον μεσόκολο, κατιόν μεσόκολο και μεσοσιγμοειδές …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»