-
1 εγκυπτάζοντες
-
2 ἐγκυπτάζοντες
См. также в других словарях:
ἐγκυπτάζοντες — ἐν κυπτάζω keep stooping pres part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 εγκυπτάζοντες
2 ἐγκυπτάζοντες
ἐγκυπτάζοντες — ἐν κυπτάζω keep stooping pres part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)