-
1 εγκυματισθέντες
-
2 ἐγκυματισθέντες
См. также в других словарях:
ἐγκυματισθέντες — ἐν κυματίζομαι to be agitated by the waves aor part mp masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 εγκυματισθέντες
2 ἐγκυματισθέντες
ἐγκυματισθέντες — ἐν κυματίζομαι to be agitated by the waves aor part mp masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)