-
1 εγκτιζω
-
2 ἐγκτίζω
A found, build among,πόλεις ἔθνεσιν Plu.2.328e
:—[voice] Med., πόλιν ἐν Θρηΐκῃ v.l. in Hdt.5.23 (cf. ἐγκτάομαι).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐγκτίζω
-
3 ἐγκτίζω
ἐγ-κτίζω, darin erbauen, gründen -
4 εγκτιζομένη
-
5 ἐγκτιζομένη
-
6 εγκτισθείσαν
-
7 ἐγκτισθεῖσαν
-
8 εγκτίζεσθαι
-
9 ἐγκτίζεσθαι
-
10 εγκτίζεται
-
11 ἐγκτίζεται
-
12 εγκτίζοντες
-
13 ἐγκτίζοντες
-
14 εγκτίσας
-
15 ἐγκτίσας
-
16 εγκτίσασθαι
-
17 ἐγκτίσασθαι
См. также в других словарях:
εγκτίζω — ἐγκτίζω (Α) οικοδομώ, ανεγείρω … Dictionary of Greek
ἐγκτιζομένη — ἐγκτίζω found pres part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγκτισθεῖσαν — ἐγκτίζω found aor part pass fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγκτίζεσθαι — ἐγκτίζω found pres inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγκτίζεται — ἐγκτίζω found pres ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγκτίζοντες — ἐγκτίζω found pres part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγκτίσασθαι — ἐγκτίζω found aor inf mid … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κτίζω — και χτίζω (AM κτίζω) 1. (για πόλη) ανεγείρω, ιδρύω, θεμελιώνω (α. «κτιζομένη πόλις», Φιλόδ. β. «ο Μέγας Αλέξανδρος έκτισε την Αλεξάνδρεια» γ. «Πάμμιλον πέμψαντες Σελινοῡντα κτίζουσι», Θουκ. δ. «Σμύρνην τὴν ἀπὸ Κολοφώνος κτισθεῑσαν», Ηρόδ.) 2.… … Dictionary of Greek
ἐγκτίσας — ἐγκτίσᾱς , ἐγκτίζω found aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)