-
41 εγκρατευόμεναι
-
42 ἐγκρατευόμεναι
-
43 εγκρατευόμενοι
-
44 ἐγκρατευόμενοι
-
45 εγκρατευόμενος
-
46 ἐγκρατευόμενος
-
47 εγκρατεύεσθαι
-
48 ἐγκρατεύεσθαι
-
49 εγκρατεύεται
-
50 ἐγκρατεύεται
-
51 εγκρατεύηται
-
52 ἐγκρατεύηται
-
53 εγκρατεύοιντο
-
54 ἐγκρατεύοιντο
-
55 εγκρατεύοιτο
-
56 ἐγκρατεύοιτο
-
57 εγκρατεύονται
-
58 ἐγκρατεύονται
-
59 εγκρατεύσασθαι
-
60 ἐγκρατεύσασθαι
См. также в других словарях:
εγκρατεύομαι — και εγκρατεύω (AM ἐγκρατεύομαι Μ και ἐγκρατεύω) 1. ασκώ εγκράτεια, είμαι εγκρατής, έχω αυτοκυριαρχία 2. απέχω από κάτι (τροφή, σωματικές ηδονές, ποτά κ.λπ.) … Dictionary of Greek
εγκρατεύομαι — εγκρατεύτηκα, αμτβ., είμαι εγκρατής, απέχω από τις σωματικές ηδονές … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐγκρατεύεσθε — ἐγκρατεύομαι exercise self control pres imperat mp 2nd pl ἐγκρατεύομαι exercise self control pres ind mp 2nd pl ἐγκρατεύομαι exercise self control imperf ind mp 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγκρατευομένων — ἐγκρατεύομαι exercise self control pres part mp fem gen pl ἐγκρατεύομαι exercise self control pres part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγκρατευσάμενον — ἐγκρατεύομαι exercise self control aor part mp masc acc sg ἐγκρατεύομαι exercise self control aor part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγκρατευόμεθα — ἐγκρατεύομαι exercise self control pres ind mp 1st pl ἐγκρατεύομαι exercise self control imperf ind mp 1st pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγκρατεύου — ἐγκρατεύομαι exercise self control pres imperat mp 2nd sg (attic epic doric) ἐγκρατεύομαι exercise self control imperf ind mp 2nd sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγκρατεύσασθε — ἐγκρατεύομαι exercise self control aor imperat mp 2nd pl ἐγκρατεύομαι exercise self control aor ind mp 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγκρατεύσομαι — ἐγκρατεύομαι exercise self control aor subj mp 1st sg (epic) ἐγκρατεύομαι exercise self control fut ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγκρατεύῃ — ἐγκρατεύομαι exercise self control pres subj mp 2nd sg ἐγκρατεύομαι exercise self control pres ind mp 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγκρατευομένη — ἐγκρατεύομαι exercise self control pres part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)