-
1 εγκρατευόμενοι
-
2 ἐγκρατευόμενοι
См. также в других словарях:
ἐγκρατευόμενοι — ἐγκρατεύομαι exercise self control pres part mp masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 εγκρατευόμενοι
2 ἐγκρατευόμενοι
ἐγκρατευόμενοι — ἐγκρατεύομαι exercise self control pres part mp masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)