-
1 ἐγκρασίχολος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐγκρασίχολος
-
2 ἐγκρασίχολος
Grammatical information: m.Meaning: `kind of anchovy' (Arist.)Origin: GR [a formation built with Greek elements]Etymology: Because the intestines are attached to the head? Thompson, Fishes s.v.Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἐγκρασίχολος
-
3 ἐγγραυλίς
A = ἐγκρασίχολος, Ael.NA8.18: pl.,ἐγγραύλεις Opp.H.4.470
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐγγραυλίς
-
4 ἔγγραυλις
ἔγγραυλις, - εωςGrammatical information: f.Meaning: kind of anchovy (Ael., Opp.), also called ἐγκρασίχολος.Origin: XX [etym. unknown]Etymology: Unexplained. Strömberg Fischnamen 68 starts from a verb *ἐγ-γραυλίζειν, beside γρυλίζειν `grumble'; so ἔγγραυλις "the grumbling" (several examples of such fish names in Strömberg 63ff.). But a variation αυ ἔγγραυλις υ is not convincing. - The Ngr. name is γαῦρος, Hatzidakis Glotta 2, 298.Page in Frisk: 1,436Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἔγγραυλις
См. также в других словарях:
εγκρασίχολος — ἐγκρασίχολος, ο (Α) η εγγραυλίς, το χαψί … Dictionary of Greek
γάβρος — Ονομασία τεσσάρων οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 760 μ., 53 κάτ.) στην πρώην επαρχία Ναυπακτίας του νομού Αιτωλοακαρνανίας. Βρίσκεται στο ανατολικό τμήμα του νομού. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Πυλλήνης. 2. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 650 μ.,… … Dictionary of Greek
χολή — Προϊόν της έκκρισης του ήπατος, που προορίζεται να διευκολύνει τη λειτουργία της πέψης, στο έντερο. Σχηματίζεται κατά μεγάλο μέρος στα ηπατικά κύτταρα και, διαμέσου των χοληφόρων τριχοειδών, που βρίσκονται στο ηπατικό λοβίο, περνά τους χοληφόρους … Dictionary of Greek
αντζούγα — Ψάρι της οικογένειας των εγγραυλιδών, που ονομάζεται επίσης αντσούγα ή γάβρος και χαψί. Η επιστημονική ονομασία του είναι εγγραυλίς η εγκρασίχολος. Το μήκος του μπορεί να φτάσει τα 20 εκ. Έχει σώμα λεπτό και μακρύ, με χρώμα πρασινογάλαζο στη ράχη … Dictionary of Greek
εγγραυλίδες — (engraulides). Ονομασία οικογένειας ψαριών. Έχουν μακρύ σώμα, λίγο πιεσμένο στα πλάγια και σκεπασμένο με μεγάλα ασημόχρωμα λέπια. Το στόμα τους είναι σχιστό έως πίσω από τα μάτια τους. Το κάτω σαγόνι τους είναι πιο μικρό από το πάνω. Το πτερύγιο… … Dictionary of Greek