-
1 εγκραθείς
-
2 ἐγκραθείς
См. также в других словарях:
ἐγκραθείς — ἐγκρᾱθείς , ἐγκεράννυμι mix aor part pass masc nom/voc sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 εγκραθείς
2 ἐγκραθείς
ἐγκραθείς — ἐγκρᾱθείς , ἐγκεράννυμι mix aor part pass masc nom/voc sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)