-
1 εγκοπή
ἐγκόπτωknock in: aor subj pass 3rd sgἐγκοπῆι, ἐγκοπεύςtool for cutting stone: masc dat sg (epic ionic)ἐγκοπήincision: fem dat sg (attic epic ionic) -
2 ἐγκοπῇ
ἐγκόπτωknock in: aor subj pass 3rd sgἐγκοπῆι, ἐγκοπεύςtool for cutting stone: masc dat sg (epic ionic)ἐγκοπήincision: fem dat sg (attic epic ionic) -
3 εγκοπή
-
4 ἐγκοπή
-
5 εγκοπη
-
6 ἐγκοπή
ἐγκοπή, ῆς, ἡ (ἐν + κόπτω) that which holds back the progress of someth., hindrance (so Heraclitus Fgm.131; Diod S 1, 32, 8; Dionys. Hal., Comp. Verb. 22; Περὶ ὕψους 41, 3 [but not a rhetorical t.t., CClassen, in: ΣΦΑΙΡΟΣ, WienerStud 107/8, ’94/95: HSchwabl Festschr. I, 333]; Vett. Val. Index) ἐγκοπὴν (v.l. ἐκκοπὴν) διδόναι τινί cause a hindrance to someth. 1 Cor 9:12.—DELG s.v. κόπτω A2. M-M. s.v. ἐκκοπή. TW. -
7 εγκοπή
-
8 ἐγκοπή
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > ἐγκοπή
-
9 εγκοπή
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > εγκοπή
-
10 ἐγκοπή
преграда.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἐγκοπή
-
11 εγκοπή
[энкопи] ονσ. Θ. зарубка, надрез. -
12 ἐγκοπή
ἐγκοπ-ή, ἡ,II hindrance,οἴησις προκοπῆς ἐ. Heraclit. 131
, cf. Phld.D.3.6, 1 Ep.Cor.9.12, Vett. Val.2.7 (pl.); material obstacle, D.S.1.32; interruption, check,τῆς ἁρμονίας D.H. Comp.22
;τοῦ λόγου Aristid.Rh.2p.514S.
, cf. Iamb.Protr.21; κατ' ἐγκοπάς disjointedly, Longin.41.3. -
13 ἐγκοπή
ἐγ-κοπή, ἡ, der Einschnitt, Suid.; bes. in den Knochen, Galen.; übertr., der Anstoß, das Hindernis -
14 εγκοπή
coche -
15 εγκοπή
1) karb (m) rzecz.2) nacięcie (n) rzecz. -
16 εγκοπή
vrub -
17 εγκοπή
1) nick2) slashΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > εγκοπή
-
18 εγκοπής
ἐγκοπεύςtool for cutting stone: masc nom plἐγκοπεύςtool for cutting stone: masc nom /voc plἐγκοπήincision: fem gen sg (attic epic ionic) -
19 ἐγκοπῆς
ἐγκοπεύςtool for cutting stone: masc nom plἐγκοπεύςtool for cutting stone: masc nom /voc plἐγκοπήincision: fem gen sg (attic epic ionic) -
20 εγκοπαί
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ἐγκοπή — incision fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εγκοπή — η (AM ἐγκοπή) χαρακιά, εντομή νεοελλ. εσοχή σε αντικείμενο για να προσαρμοστεί σε αντίστοιχη προεξοχή άλλου αντικειμένου αρχ. 1. διακοπή 2. εμπόδιο, κώλυμα … Dictionary of Greek
ἐγκοπῇ — ἐγκόπτω knock in aor subj pass 3rd sg ἐγκοπῆι , ἐγκοπεύς tool for cutting stone masc dat sg (epic ionic) ἐγκοπή incision fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εγκοπή — η 1. η χαρακιά, αυλακιά. 2. η εσοχή που σχηματίζεται με κοφτερό όργανο σε σκληρή συνήθως επιφάνεια για υποδοχή αντίστοιχης προεξοχής άλλου αντικειμένου, ώστε να αποτελέσουν ένα σώμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐγκοπαί — ἐγκοπή incision fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγκοπήν — ἐγκοπή incision fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγκοπῶν — ἐγκοπή incision fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καναδόκα — καναδόκα, ἡ (Α) (κατά τον Ησύχ.) (στους Λάκωνες) «χείλη ὀϊστοῡ». [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθανότερη θεωρείται η άποψη ότι η λ. είναι σύνθ. < κάννα «καλάμι» + δέκομαι «δέχομαι» και δηλώνει την εγκοπή τής αιχμής τού βέλους που δέχεται το στέλεχος μέσα της.… … Dictionary of Greek
σκοπευτικός — ή, ό, / σκοπευτικός, ή, όν, ΝΑ [σκοπευτής] νεοελλ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη σκόπευση 2. φρ. α) «σκοπευτικά μηχανήματα» στρ. όργανα σχετικώς πολύπλοκα, προσαρμοσμένα στους κιλλίβαντες τών πυροβόλων, με τα οποία πραγματοποιείται η κατά… … Dictionary of Greek
τομή — Η ενέργεια και το αποτέλεσμα του τέμνω (= κόβω). Στη μετρική ο όρος τ. δηλώνει τον χωρισμό μεταξύ δύο λέξεων που χρησιμεύει ως όριο μεταξύ δύο μετρικών μελών και που πραγματοποιείται φωνικά ως παύση στην εκφώνηση του στίχου. Στην κλασική μετρική … Dictionary of Greek
ήχου, εγγραφή — Σύνολο τεχνικών λειτουργιών που επιτρέπουν τη μεταφορά των χαρακτηριστικών του ήχου πάνω σε ένα κατάλληλο υλικό, ικανό να το διατηρεί και να το αναπαράγει. Η ε.ή. μπορεί να γίνει με μεθόδους οπτικο φωτογραφικές (που χρησιμοποιούνται για τον… … Dictionary of Greek