-
1 εγκοιμήσεως
-
2 ἐγκοιμήσεως
См. также в других словарях:
ἐγκοιμήσεως — ἐγκοιμήσεω̆ς , ἐγκοίμησις a sleeping in a temple fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 εγκοιμήσεως
2 ἐγκοιμήσεως
ἐγκοιμήσεως — ἐγκοιμήσεω̆ς , ἐγκοίμησις a sleeping in a temple fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)